- νικοτιανή
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σολανίδες με 64 περίπου είδη κυρίως τής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στον ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotiana, πιθ. από τη φρ. nicotiana herba «τα φυτά τού Nicot» (βλ. λ. νικοτίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.